ποτάσα

ποτάσα
η
(λ. ιταλ.)
1. ανθρακικό κάλι.
2. καυστικό κάλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτάσα — η, Ν χημ. 1. κοινή ονομασία τού ανθρακικού καλίου 2. φρ. «καυστική ποτάσα» το υδροξείδιο τού καλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. potassa < γερμ. PottΑsche < Pott «δοχείο» + Αsche «στάχτη»] …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • σαπούνι — το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. τού αρχ. σάπων με τροπή τού ω σε ου (πρβλ. πουλάρι …   Dictionary of Greek

  • σερανδίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό πυριτικό ορυκτό τού μαγγανίου, που περιέχει επίσης οξείδιο τού ασβεστίου, ποτάσα και σόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serandite, από το όν. τού Δυτικοαφρικανού συλλέκτη μετάλλων J. Μ. Serand] …   Dictionary of Greek

  • σποδονιτροποιός — ὁ, Α αυτός που παρασκευάζει σαπούνι από ποτάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + νίτρον + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ανιλίνη — Η απλούστερη αρωματική αμίνη, με την ομάδα ΝΗ2 ενωμένη με ένα άτομο άνθρακα του πυρήνα. Ο χημικός τύπος της είναι C6H5NΗ2. Είναι επίσης γνωστή και ως φαινυλαμίνη ή αμινοβενζόλιο. Είναι υγρό ελαιώδες, άχρωμο, που γίνεται όμως καστανοκόκκινο στον… …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γιούτα — (Utah). Πολιτεία (219.888 τ. χλμ., 2.233.169 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή των υψιπέδων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες. Συνορεύει με τις πολιτείες, στα Β του Αϊντάχο και του …   Dictionary of Greek

  • καυστικά αλκάλια — Ονομασία υδροξειδίων των αλκαλικών μετάλλων (ομάδα ΙΑ του περιοδικού πίνακα), όπως το καυστικό κάλιο (KOH), το καυστικό νάτριο (ΝaΟΗ) κ.ά. Από χημικής άποψης, όλα τα κ.α. είναι βάσεις και τα διαλύματά τους είναι καυστικά στο δέρμα και στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”